This blog has reached the end of Thanks all friends for all the years we have traveled in the world of music together. Goodbye!!!

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Caladan Brood - Echoes Of Battle - 2013



The band name is taken from an eponymous warlord in Steven Erikson's Malazan Book of the Fallen fantasy novels.

Tracklist:

City of Azure Fire
Echoes of Battle 
Wild Autumn Wind
To Walk the Ashes of Dead Empires
A Voice Born of Stone and Dust
Book of the Fallen 
Passing of the Grey Company (Summoning Cover) 
Marching Homewards (Summoning Cover)


download


        

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

OLD BLOOD - OLD BLOOD (2016)





Old Blood is a group from Anglès (Girona), founded in 2005 by Draco (vocals, guitar), who composed all the music and lyrics. The same year Aeterna joined the group, as a bass. In 2006, drummer joined Wotanwolf training, but left the band next year, for health reasons. In 2007 a new drummer, Orca, and a second guitarist, Nargassh, joined to the band. Aeterna left the band in the summer of 2009 for injuries in her hand, and is temporarily replaced by Shargûl on bass, as live member. In summer of 2010, Aerterna returned, Orca remained as drummer, but Nargassh left the band.


1. Wolves
2. Glowplug 
3. Silk Road Rash
4. Taking Refuge with Strangers
5. Flesh 
6. Some Songs Sound the Same


download



         

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Μίκης Θεοδωράκης , Γιάννης Ρίτσος-Ρωμιοσύνη - 1966






Η Ρωμιοσύνη είναι μεγάλη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, χωρισμένη σε επτά μέρη, γραμμένη περί το 1945-47 και τυπωμένη το 1954. Κυκλοφόρησε στην ποιητική συλλογή Αγρυπνία, από την Πυξίδα.[1] Η ποιητική αυτή συλλογή εμπεριέχει έργα του ποιητή από το 1941 έως και το 1953, στα οποία αποτυπώνεται η περιπέτεια που έζησε η Ελλάδα την εποχή εκείνη (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος). Τα δύο μείζονα ποιήματα της συλλογής είναι η Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών, στα οποία ο ποιητής ανασυνθέτει την εποποιία της Αντίστασης.[2]

Το ποίημα είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Ρίτσου, γεγονός στο οποίο πιθανόν συνεισέφερε ο Μίκης Θεοδωράκης με τη μελοποίησή του. Ο συνθέτης αφιέρωσε ολόκληρο δίσκο στο ποίημα του Ρίτσου, ονομάζοντάς τον Ρωμιοσύνη, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1966.[3] Μερικά από αυτά τα τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από το κοινό και ερμηνεύθηκαν από πολλούς καλλιτέχνες, ενώ έως και σήμερα, μερικά εξ αυτών, είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια του συνθέτη, όπως για παράδειγμα το Αυτά τα δέντρα, το Όταν σφίγγουν το χέρι και το Θα σημάνουν οι καμπάνες.








I

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.

Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.

Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.
II

Κάθε ποὺ βραδιάζει μὲ τὸ θυμάρι τσουρουφλισμένο στὸν κόρφο τῆς πέτρας
εἶναι μία σταγόνα νερὸ ποὺ σκάβει ἀπὸ παλιὰ τὴ σιωπὴ ὡς τὸ μεδούλι
εἶναι μία καμπάνα κρεμασμένη στὸ γέρο-πλάτανο ποὺ φωνάζει τὰ χρόνια.

Σπίθες λαγοκοιμοῦνται στὴ χόβολη τῆς ἐρημιᾶς
κ᾿ οἱ στέγες συλλογιοῦνται τὸ μαλαματένιο χνούδι στὸ πάνω χείλι τοῦ Ἁλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σὰν τὴ φούντα τοῦ καλαμποκιοῦ καπνισμένο ἀπ᾿ τὸν καημὸ τῆς δύσης.

Ἡ Παναγία πλαγιάζει στὶς μυρτιὲς μὲ τὴ φαρδειά της φοῦστα λεκιασμένη ἀπ᾿ τὰ σταφύλια.
Στὸ δρόμο κλαίει ἕνα παιδὶ καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἀπ᾿ τὸν κάμπο ἡ προβατίνα ποὔχει χάσει τὰ παιδιά της.

Ἴσκιος στὴ βρύση. Παγωμένο τὸ βαρέλι.
Ἡ κόρη τοῦ πεταλωτῆ μὲ μουσκεμένα πόδια.
Ἀπάνου στὸ τραπέζι τὸ ψωμὶ κ᾿ ἡ ἐλιά,
μὲς στὴν κληματαριὰ ὁ λύχνος τοῦ ἀποσπερίτη
καὶ κεῖ ψηλά, γυρίζοντας στὴ σοῦβλα του, εὐωδάει ὁ γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο καὶ πιπέρι.

Ἅ, τί μπρισίμι ἀστέρι ἀκόμα θὰ χρειαστεῖ
γιὰ νὰ κεντήσουν οἱ πευκοβελόνες στὴν καψαλισμένη μάντρα τοῦ καλοκαιριοῦ «κι αὐτὸ θὰ περάσει»
πόσο θὰ στίψει ἀκόμα ἡ μάνα τὴν καρδιὰ τῆς πάνου ἀπ᾿ τὰ ἑφτὰ σφαγμένα παλληκάρια της
ὥσπου νὰ βρεῖ τὸ φῶς τὸ δρόμο του στὴν ἀνηφόρα τῆς ψυχῆς της.

Τοῦτο τὸ κόκκαλο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ γῆς
μετράει ὀργιὰ-ὀργιὰ τὴ γῆς καὶ τὶς κόρδες τοῦ λαγούτου
καὶ τὸ λαγοῦτο ἀποσπερὶς μὲ τὸ βιολὶ ὡς τὸ χάραμα
καημό-καημὸ τὸ λὲν στὰ δυοσμαρίνια καὶ στοὺς πεύκους
καὶ ντιντινίζουν στὰ καράβια τὰ σκοινιὰ σὰν κόρδες
κι ὁ ναύτης πίνει πικροθάλασσα στὴν κοῦπα τοῦ Ὀδυσσέα.

Ἅ, ποιὸς θὰ φράξει τότες τὴ μπασιὰ καὶ ποιὸ σπαθὶ θὰ κόψει τὸ κουράγιο
καὶ ποιὸ κλειδὶ θὰ σοῦ κλειδώσει τὴν καρδιὰ ποὺ μὲ τὰ δυὸ θυρόφυλλά της διάπλατα
κοιτάει τοῦ Θεοῦ τ᾿ ἀστροπερίχυτα περβόλια;

Ὥρα μεγάλη σὰν τὰ Σαββατόβραδα τοῦ Μάη στὴ ναυτικὴ ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σὰν ταψὶ στοῦ γανωτζῆ τὸν τοῖχο
μεγάλο τὸ τραγούδι σὰν ψωμὶ στοῦ σφουγγαρᾶ τὸ δεῖπνο.
Καὶ νὰ ποὺ ροβολάει τὰ τρόχαλα τὸ κρητικὸ φεγγάρι
γκάπ, γκάπ, μὲ εἴκοσι ἀράδες προκαδούρα στὰ στιβάλια του,
καὶ νάτοι αὐτοὶ ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουνε τὴ σκάλα τοῦ Ἀναπλιοῦ
γεμίζοντας τὴν πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα ἀπὸ σκοτάδι,
μὲ τὸ μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο ἀστέρι
καὶ μὲ τὸ δόντι τους πευκόρριζα στοῦ Αἰγαίου τὸ βράχο καὶ τὸ ἁλάτι.
Μπῆκαν στὰ σίδερα καὶ στὴ φωτιά, κουβέντιασαν μὲ τὰ λιθάρια,
κεράσανε ρακὶ τὸ θάνατο στὸ καύκαλο τοῦ παππουλῆ τους,
στ᾿ Ἁλώνια τὰ ἴδια ἀντάμωσαν τὸ Διγενῆ καὶ στρώθηκαν στὸ δεῖπνο
κόβοντας τὸν καημὸ στὰ δυὸ ἔτσι ποὺ κόβανε στὸ γόνατο τὸ κριθαρένιο τους καρβέλι.

Ἔλα κυρὰ μὲ τ᾿ ἁρμυρὰ ματόκλαδα, μὲ φλωροκαπνισμένο χέρι
ἀπὸ τὴν ἔγνοια τοῦ φτωχοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ χρόνια -
ἡ ἀγάπη σὲ περμένει μὲς στὰ σκοῖνα,
μὲς στὴ σπηλιά του ὁ γλάρος σου κρεμάει τὸ μαῦρο κόνισμά σου
κι ὁ πικραμένος ἀχινιός σου ἀσπάζεται τὸ νύχι τοῦ ποδιοῦ σου.
Μέσα στὴ μαύρη ρῶγα τοῦ ἀμπελιοῦ κοχλάζει ὁ μοῦστος κατακόκκινος,
κοχλάζει τὸ ροδάμι στὸν καμένο πρῖνο,
στὸ χῶμα ἡ ρίζα τοῦ νεκροῦ ζητάει νερὸ γιὰ νὰ τινάξει ἐλάτι
κ᾿ ἡ μάνα κάτου ἀπ᾿ τὴ ρυτίδα της κρατάει γερὰ μαχαῖρι.
Ἔλα κυρὰ ποὺ τὰ χρυσὰ κλωσσᾶς αὐγὰ τοῦ κεραυνοῦ -
πότε μία μέρα θαλασσιὰ θὰ βγάλεις τὸ τσεμπέρι καὶ θὰ πάρεις πάλι τ᾿ ἄρματα
νὰ σὲ χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
νὰ σπάσει ρόιδι ὁ ἥλιος στὴν ἀλατζαδένια σου ποδιὰ
νὰ τὸν μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρὶ στὰ δώδεκα ὀρφανά σου,
νὰ λάμψει ὁλόγυρα ὁ γιαλὸς ὡς λάμπει ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ καὶ τ᾿ Ἀπριλιοῦ τὸ χιόνι
καὶ νάβγει στὰ χαλίκια ὁ κάβουρας γιὰ νὰ λιαστεῖ καὶ νὰ σταυρώσει τὶς δαγκάνες του.
III

Δῶ πέρα ὁ οὐρανὸς δὲ λιγοστεύει οὔτε στιγμὴ τὸ λάδι τοῦ ματιοῦ μας
δῶ πέρα ὁ ἥλιος παίρνει πάνω του τὸ μισὸ βάρος τῆς πέτρας ποὺ σηκώνουμε πάντα στὴ ράχη μας
σπᾶνε τὰ κεραμίδια δίχως ἂχ κάτου ἀπ᾿ τὸ γόνα τοῦ μεσημεριοῦ
οἱ ἄνθρωποι πᾶν μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τους σὰν τὰ δελφίνια μπρὸς ἀπ᾿ τὰ σκιαθίτικα καΐκια
ὕστερα ὁ ἴσκιος τους γίνεται ἕνας ἀϊτὸς ποὺ βάφει τὰ φτερά του στὸ λιόγερμα
καὶ πιὸ ὕστερα κουρνιάζει στὸ κεφάλι τους καὶ συλλογιέται τ᾿ ἄστρα
ὅταν αὐτοὶ πλαγιάζουνε στὸ λιακωτὸ μὲ τὴ μαύρη σταφίδα.

Δῶ πέρα ἡ κάθε πόρτα ἔχει πελεκημένο ἕνα ὄνομα κάπου ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι ἔχει ζωγραφισμένον ἕναν ἅγιο μ᾿ ἄγρια μάτια καὶ μαλλιὰ σκοινένια
κάθε ἄντρας ἔχει στὸ ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιὰ τὴ βελονιὰ μία κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα ἔχει μία φοῦχτα ἁλατισμένο φῶς κάτου ἀπ᾿ τὴ φοῦστα της
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν πέντε-ἕξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στὴν καρδιά τους
σὰν τὰ χνάρια ἀπ᾿ τὸ βῆμα τῶν γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ τὸ ἀπόγευμα.

Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Τὸ ξέρουμε.
Ὅλα τὰ μονοπάτια βγάζουνε στὰ Ψηλαλώνια. O ἀγέρας εἶναι ἁψὺς κεῖ πάνου.

Ὅταν ξεφτάει ἀπόμακρα ἡ μινωικὴ τοιχογραφία τῆς δύσης
καὶ σβήνει ἡ πυρκαϊὰ στὸν ἀχερῶνα τῆς ἀκρογιαλιᾶς
ἀνηφορίζουν ὡς ἐδῶ οἱ γριὲς ἀπ᾿ τὰ σκαμμένα στὸ βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στὴ Μεγάλη Πέτρα γνέθοντας μὲ τὰ μάτια τὴ θάλασσα
κάθουνται καὶ μετρᾶν τ᾿ ἀστέρια ὡς νὰ μετρᾶνε τὰ προγονικὰ ἀσημένια τους κουταλοπήρουνα
κι ἀργὰ κατηφορᾶνε νὰ ταΐσουνε τὰ ἐγγόνια τους μὲ τὸ μεσολογγίτικο μπαροῦτι.

Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια τόσο λυπημένα μέσα στὴ θηλειά τους
ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿ τὸ πικρό του μάτι.
Ἀπὸ βαθιὰ ἀνεβαίνει αὐτὸ τὸ κῦμα ποὺ δὲν ξέρει παρακάλια
ἀπὸ ψηλὰ κυλάει αὐτὸς ὁ ἀγέρας μὲ ρετσίνι φλέβα καὶ πλεμόνι ἀλισφακιά.

Ἄχ, θὰ φυσήξει μία νὰ πάρει σβάρνα τὶς πορτοκαλιές της θύμησης
Ἄχ, θὰ φυσήξει δυὸ νὰ βγάλει σπίθα ἡ σιδερένια πέτρα σὰν καψοῦλι
Ἄχ, θὰ φυσήξει τρεῖς καὶ θὰ τρελλάνει τὰ ἐλατόδασα στὴ Λιάκουρα
θὰ δώσει μία μὲ τὴ γροθιά του νὰ τινάξει τὴν τυράγνια στὸν ἀγέρα
καὶ θὰ τραβήξει τῆς ἀρκούδας νύχτας τὸ χαλκὰ νὰ μᾶς χορέψει τσάμικο καταμεσὶς στὴν τάπια
καὶ ντέφι τὸ φεγγάρι θὰ χτυπάει ποὺ νὰ γεμίσουν τὰ νησιώτικα μπαλκόνια
ἀγουροξυπνημένο παιδολόι καὶ σουλιώτισσες μανάδες.

Ἕνας μαντατοφόρος φτάνει ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Λαγκαδιὰ κάθε πρωινὸ
στὸ πρόσωπό του λάμπει ὁ ἱδρωμένος ἥλιος
κάτου ἀπὸ τὴ μασκάλη του κρατεῖ σφιχτὰ τὴ ρωμιοσύνη
ὅπως κρατάει ὁ ἐργάτης τὴν τραγιάσκα του μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ἦρθε ἡ ὥρα, λέει. Νάμαστε ἕτοιμοι.
Κάθε ὥρα εἶναι ἡ δικιά μας ὥρα.
IV

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.

Ἀπὸ δῶ πέρασε ὁ στρατὸς μὲ τὰ φλάμπουρα κατάσαρκα
μὲ τὸ πεῖσμα δαγκωμένο στὰ δόντια τους σὰν ἄγουρο γκόρτσι
μὲ τὸν ἄμμο τοῦ φεγγαριοῦ μὲς στὶς ἀρβύλες τους
καὶ μὲ τὴν καρβουνόσκονη τῆς νύχτας κολλημένη μέσα στὰ ρουθούνια καὶ στ᾿ αὐτιά τους.

Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,
μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.

Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.
Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.

Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -
ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ καὶ δειπνοῦσαν,
καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους
σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.

Ποιὸς θὰ σοῦ φέρει τώρα τὸ ζεστὸ καρβέλι μὲς στὴ νύχτα νὰ ταΐσεις τὰ ὄνειρα;
Ποιὸς θὰ σταθεῖ στὸν ἴσκιο τῆς ἐλιᾶς παρέα μὲ τὸ τζιτζίκι μὴ σωπάσει τὸ τζιτζίκι,
τώρα ποὺ ἀσβέστης τοῦ μεσημεριοῦ βάφει τὴ μάντρα ὁλόγυρα τοῦ ὁρίζοντα
σβήνοντας τὰ μεγάλα ἀντρίκια ὀνόματά τους;

Τὸ χῶμα τοῦτο ποὺ μοσκοβολοῦσε τὰ χαράματα
τὸ χῶμα ποὺ εἴτανε δικό τους καὶ δικό μας - αἷμα τους - πὼς μύριζε τὸ χῶμα -
καὶ τώρα πὼς κλειδώσανε τὴν πόρτα τους τ᾿ ἀμπέλια μας
πῶς λίγνεψε τὸ φῶς στὶς στέγες καὶ στὰ δέντρα
ποιὸς νὰ τὸ πεῖ πὼς βρίσκονται οἱ μισοὶ κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα
κ᾿ οἱ ἄλλοι μισοὶ στὰ σίδερα;

Μὲ τόσα φύλλα νὰ σοῦ γνέφει ὁ ἥλιος καλημέρα
μὲ τόσα φλάμπουρα νὰ λάμπει ὁ οὐρανὸς
καὶ τοῦτοι μὲς στὰ σίδερα καὶ κεῖνοι μὲς στὸ χῶμα.

Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.
Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας.
Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους
κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ - περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται,
περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση. Τοῦτο τὸ χῶμα
εἶναι δικό τους καὶ δικό μας - δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πάρει.
V

Κάτσανε κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο
κοσκινίζοντας τὸ σταχτὶ φῶς μὲ τὰ χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τὶς μπαλάσκες τους καὶ λογαριᾶζαν πόσος μόχτος χώρεσε στὸ μονοπάτι τῆς νύχτας
πόση πίκρα στὸν κόμπο τῆς ἀγριομολόχας
πόσο κουράγιο μὲς στὰ μάτια τοῦ ξυπόλυτου παιδιοῦ ποὺ κράταε τὴ σημαία.

Εἶχε ἀπομείνει πάρωρα στὸν κάμπο τὸ στερνὸ χελιδόνι
ζυγιαζόταν στὸν ἀέρα σὰ μία μαύρη λουρίδα στὸ μανίκι τοῦ φθινοπώρου.
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἔμενε. Μονάχα κάπνιζαν ἀκόμα τὰ καμένα σπίτια.
Οἱ ἄλλοι μας ἄφησαν ἀπὸ καιρὸ κάτου ἀπ᾿ τὶς πέτρες
μὲ τὸ σκισμένο τους πουκάμισο καὶ μὲ τὸν ὅρκο τους γραμμένο στὴν πεσμένη πόρτα.
Δὲν ἔκλαψε κανείς. Δὲν εἴχαμε καιρό. Μόνο ποὺ ἡ σιγαλιὰ μεγάλωνε πολὺ
κ᾿ εἴταν τὸ φῶς συγυρισμένο κάτου στὸ γιαλὸ σὰν τὸ νοικοκυριὸ τῆς σκοτωμένης.

Τί θὰ γίνουν τώρα ὅταν θάρθει ἡ βροχὴ μὲς στὸ χῶμα μὲ τὰ σάπια πλατανόφυλλα
τί θὰ γίνουν ὅταν ὁ ἥλιος στεγνώσει στὸ χράμι τῆς συγνεφιᾶς σᾶ σπασμένος κοριὸς στὸ χωριάτικο κρεββάτι
ὅταν σταθεῖ στὴν καμινάδα τοῦ ἀπόβραδου μπαλσαμωμένο τὸ λελέκι τοῦ χιονιοῦ;
Ρίχνουνε ἁλάτι οἱ γριὲς μανάδες στὴ φωτιά, ρίχνουνε χῶμα στὰ μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ᾿ ἀμπέλια τῆς Μονοβασιᾶς μὴ καὶ γλυκάνει μαύρη ρώγα τῶν ἐχτρῶν τὸ στόμα,
βάλαν σ᾿ ἕνα σακκούλι τῶν παππούδων τους τὰ κόκκαλα μαζὶ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα
καὶ τριγυρνᾶνε ἔξω ἀπ᾿ τὰ τείχη τῆς πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο νὰ ριζώσουνε στὴ νύχτα.

Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.

Δυὸ κουπιὰ καρφωμένα στὸν ἄμμο τὰ χαράματα μὲ τὴ φουρτοῦνα. Πούναι ἡ βάρκα;
Ἕνα ἀλέτρι μπηγμένο στὸ χῶμα, κι ὁ ἀγέρας νὰ φυσάει. Καμένο τὸ χῶμα. Πούναι ὁ ζευγολάτης;
Στάχτη ἡ ἐλιά, τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὸ σπίτι.
Βραδιὰ σπαγγοραμμένη μὲ τ᾿ ἀστέρια της μὲς στὸ τσουράπι.
Δάφνη ξερὴ καὶ ρίγανη στὸ μεσοντούλαπο τοῦ τοίχου. Δὲν τ᾿ ἄγγιξε ἡ φωτιά.
Καπνισμένο τσουκάλι στὸ τζάκι - καὶ νὰ κοχλάζει μόνο τὸ νερὸ στὸ κλειδωμένο σπίτι. Δὲν πρόφτασαν νὰ φᾶνε.

Ἀπάνω στὸ καμένο τους πορτόφυλλο οἱ φλέβες τοῦ δάσους - τρέχει τὸ αἷμα μὲς στὶς φλέβες.
Καὶ νὰ τὸ βῆμα γνώριμο. Ποιὸς εἶναι;
Γνώριμο βῆμα μὲ τὶς πρόκες στὸν ἀνήφορο.
Τὸ σύρσιμο τῆς ρίζας μὲς στὴν πέτρα. Κάποιος ἔρχεται.
Τὸ σύνθημα, τὸ παρασύνθημα. Ἀδελφός. Καλησπέρα.
Θὰ βρεῖ λοιπὸν τὸ φῶς τὰ δέντρα του, θὰ βρεῖ μία μέρα καὶ τὸ δέντρο τὸν καρπό του.
Τοῦ σκοτωμένου τὸ παγοῦρι ἔχει νερὸ καὶ φῶς ἀκόμα.
Καλησπέρα, ἀδερφέ μου. Τὸ ξέρεις. Καλησπέρα.

Στὴν ξύλινη παράγκα τῆς πουλάει μπαχαρικὰ καὶ ντεμισέδες ἡ γριὰ δύση.
Κανεὶς δὲν ἀγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πιὰ νὰ χαμηλώσουν.
Δύσκολο καὶ νὰ ποῦν τὸ μπόι τους.

Μέσα στ᾿ ἁλῶνι ὅπου δειπνῆσαν μία νυχτιὰ τὰ παλληκάρια
μένουνε τὰ λιοκούκουτσα καὶ τὸ αἷμα τὸ ξερό του φεγγαριοῦ
κι ὁ δεκαπεντασύλλαβος ἀπ᾿ τ᾿ ἅρματά τους.
Τὴν ἄλλη μέρα τὰ σπουργίτια φάγανε τὰ ψίχουλα τῆς κουραμάνας τους,
τὰ παιδιὰ φτιάξανε παιχνίδια μὲ τὰ σπίρτα τους ποὺ ἀνάψαν τὰ τσιγάρα τους καὶ τ᾿ ἀγκάθια τῶν ἄστρων.

Κ᾿ ἡ πέτρα ὅπου καθῆσαν κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο ἀντικρὺ στὴ θάλασσα
αὔριο θὰ γίνει ἀσβέστης στὸ καμίνι
μεθαύριο θ᾿ ἀσβεστώσουμε τὰ σπίτια μας καὶ τὸ πεζοῦλι τῆς Ἁγιὰ-Σωτῆρας
ἀντιμεθαύριο θὰ φυτέψουμε τὸ σπόρο ἐκεῖ ποὺ ἀποκοιμήθηκαν
κ᾿ ἕνα μπουμποῦκι τῆς ροδιᾶς θὰ σκάσει πρῶτο γέλιο τοῦ μωροῦ στὸν κόρφο τῆς λιακάδας.
Κ᾿ ὕστερα πιὰ θὰ κάτσουμε στὴν πέτρα νὰ διαβάσουμε ὅλη τὴν καρδιά τους
σὰ νὰ διαβάζουμε πρώτη φορὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.
VI

Ἔτσι μὲ τὸν ἥλιο κατάστηθα στὸ πέλαγο ποὺ ἀσβεστώνει τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ τῆς μέρας
λογαριάζεται διπλὰ καὶ τρίδιπλα τὸ μαντάλωμα καὶ τὸ βάσανο τῆς δίψας
λογαριάζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ἡ παλιὰ λαβωματιὰ
κ᾿ ἡ καρδιὰ ξεροψήνεται στὴν κάψα σὰν τὰ βατικιώτικα κρεμμύδια μπρὸς στὶς πόρτες.

Ὅσο πᾶνε τὰ χέρια τους μοιάζουνε πιότερο τὸ χῶμα
ὅσο πᾶνε τὰ μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τὸν οὐρανό.

Ἀδείασε τὸ κιοῦπι μὲ τὸ λάδι. Λίγη μοῦργα στὸν πάτο. Κι ὁ ψόφιος ποντικός.
Ἀδείασε τὸ κουράγιο τῆς μάνας μαζὶ μὲ τὸ πήλινο κανάτι καὶ τὴ στέρνα.
Στυφίζουν τὰ οὖλα της ἐρμιᾶς ἀπ᾿ τὸ μπαροῦτι.

Ποῦ λάδι τώρα πιὰ γιὰ τὸ καντῆλι τῆς Ἁγιὰ-Βαρβάρας
ποῦ δυόσμος πιὰ νὰ λιβανίσει τὸ μαλαματένιο κόνισμα τοῦ δειλινοῦ
ποῦ μία μπουκιὰ ψωμὶ γιὰ τὴ βραδιά-ζητιάνα νὰ σοῦ παίξει τὴν ἀστρομαντινάδα της στὴ λύρα.

Στὸ πάνου κάστρο τοῦ νησιοῦ στοιχειῶσαν οἱ φραγκοσυκιὲς καὶ τὰ σπερδούκλια.
Τὸ χῶμα ἀνασκαμμένο ἀπὸ τὸ κανονίδι καὶ τοὺς τάφους.
Τὸ γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο μὲ οὐρανό. Δὲν ἔχει πιὰ καθόλου τόπο
γιὰ ἄλλους νεκρούς. Δὲν ἔχει τόπο ἡ λύπη νὰ σταθεῖ νὰ πλέξει τὰ μαλλιά της.

Σπίτια καμένα ποὺ ἀγναντεύουν μὲ βγαλμένα μάτια τὸ μαρμαρωμένο πέλαγο
κ᾿ οἱ σφαῖρες σφηνωμένες στὰ τειχιὰ
σὰν τὰ μαχαίρια στὰ παΐδια τοῦ Ἁγίου ποὺ τὸν δέσανε στὸ κυπαρίσσι.

Ὅλη τὴ μέρα οἱ σκοτωμένοι λιάζονται ἀνάσκελα στὸν ἥλιο.
Καὶ μόνο σὰ βραδιάζει οἱ στρατιῶτες σέρνονται μὲ τὴν κοιλιὰ στὶς καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν μὲ τὰ ρουθούνια τὸν ἀγέρα ἔξω ἀπ᾿ τὸ θάνατο
ψάχνουνε τὰ παπούτσια τοῦ φεγγαριοῦ μασουλώντας ἕνα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπᾶν μὲ τὴ γροθιὰ τὸ βράχο μήπως τρέξει ὁ κόμπος τοῦ νεροῦ
μὰ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ τοῖχος εἶναι κούφιος
καὶ ξανακοῦν τὸ χτύπημα μὲ τοὺς πολλοὺς γύρους ποὺ κάνει ἡ ὀβίδα πέφτοντας στὴ θάλασσα
κι ἀκοῦν ἀκόμα μία φορὰ τὸ σκούξιμο τῶν λαβωμένων μπρὸς στὴν πύλη.
Ποῦ νὰ τραβήξεις; Σὲ φωνάζει ὁ ἀδερφός σου.

Χτισμένη ἡ νύχτα ὁλόγυρα ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους ξένων καραβιῶν.
Κλεισμένοι οἱ δρόμοι ἀπ᾿ τὰ ντουβάρια.
Μόνο γιὰ τὰ ψηλὰ εἶναι ἀκόμα δρόμος.
Κι αὐτοὶ μουντζώνουν τὰ καράβια καὶ δαγκώνουνε τὴ γλῶσσα τους
ν᾿ ἀκούσουνε τὸν πόνο τους ποὺ δὲν ἔγινε κόκκαλο.

Ἀπάνω στὰ μεντένια οἱ σκοτωμένοι καπετάνιοι ὀρθοὶ φρουροῦν τὸ κάστρο.
Κάτου ἀπ᾿ τὰ ροῦχα τους λυώνουν τὰ κρέατά τους. Ἐι, ἀδέρφι, δὲν ἀπόστασες;
Μπουμπούκιασε τὸ βόλι μέσα στὴν καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στὴ μασκάλη τοῦ ξερόβραχου,
ἀνάσα-ἀνάσα ἡ μοσκοβόλια λέει τὸ παραμύθι - δὲ θυμᾶσαι;
δοντιὰ-δοντιὰ ἡ λαβωματιά σου λέει τὴ ζωή,
τὸ χαμομήλι φυτρωμένο μὲς στὴ λίγδα τοῦ νυχιοῦ σου στὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ ποδαριοῦ
σοῦ λέει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.

Πιάνεις τὸ χέρι. Εἶναι δικό σου. Νοτισμένο ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα.
Δικιά σου ἡ θάλασσα. Σὰν ξερριζώνεις τρίχα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τῆς σιωπῆς
στάζει πικρὸ τὸ γάλα τῆς συκιᾶς. Ὅπου καὶ νᾶσαι ὁ οὐρανὸς σὲ βλέπει.
Στρίβει στὰ δάχτυλά του ὁ ἀποσπερίτης τὴν ψυχή σου σὰν τσιγάρο
ἔτσι νὰ τὴ φουμάρεις τὴν ψυχή σου ἀνάσκελα
βρέχοντας τὸ ζερβί σου χέρι μὲς στὴν ξαστεριὰ
καὶ στὸ δεξί σου κολλημένο τὸ ντουφέκι-ἀρραβωνιαστικιά σου
νὰ θυμηθεῖς πὼς ὁ οὐρανὸς ποτέ του δὲ σὲ ξέχασε
ὅταν θὰ βγάζεις ἀπ᾿ τὴ μέσα τσέπη τὸ παλιό του γράμμα
καὶ ξεδιπλώνοντας μὲ δάχτυλα καμένα τὸ φεγγάρι θὰ διαβάζεις λεβεντιὰ καὶ δόξα.

Ὕστερα θ᾿ ἀνεβεῖς στὸ ψηλὸ καραοῦλι τοῦ νησιοῦ σου
καὶ βάζοντας καψοῦλι τὸ ἄστρο θὰ τραβήξεις μία στὸν ἀέρα
πάνου ἀπὸ τὰ τειχιὰ καὶ τὰ κατάρτια
πάνου ἀπὸ τὰ βουνὰ ποὺ σκύβουν σὰ φαντάροι πληγωμένοι
ἔτσι μόνο καὶ μόνο νὰ χουγιάξεις τὰ στοιχειὰ καὶ νὰ τρυπώσουν στὴν κουβέρτα τοῦ ἴσκιου -
θὰ ρίξεις μίαν ἴσα στὸν κόρφο τ᾿ οὐρανοῦ νὰ βρεῖς τὸ γαλανὸ σημάδι
σάμπως νὰ βρίσκεις πάνου ἀπ᾿ τὸ πουκάμισο τὴ ρώγα τῆς γυναίκας ποὺ αὔριο θὰ βυζαίνει τὸ παιδί σου
σάμπως νὰ βρίσκεις ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια τὸ χεροῦλι τῆς ἐξώπορτας τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ σου.
VII

Τὸ σπίτι, ὁ δρόμος, ἡ φραγκοσυκιά, τὰ φλούδια τοῦ ἥλιου στὴν αὐλὴ ποὺ τὰ τσιμπολογᾶν οἱ κόττες.
Τὰ ξέρουμε, μᾶς ξέρουνε. Δῶ χάμου ἀνάμεσα στὰ βάτα
ἔχει ἡ δεντρογαλιὰ παρατημένο τὸ κίτρινο πουκάμισό της.
Δῶ χάμου εἶναι ἡ καλύβα τοῦ μερμηγκιοῦ κι ὁ πύργος τῆς σφήγκας μὲ τὶς πολλὲς πολεμίστρες,
στὴν ἴδια ἐλιὰ τὸ τσόφλι τοῦ περσινοῦ τζίτζικα κ᾿ ἡ φωνὴ τοῦ φετεινοῦ τζίτζικα,
στὰ σκοῖνα ὁ ἴσκιος σου ποὺ σὲ παίρνει ἀπὸ πίσω σὰ σκυλὶ ἀμίλητο, πολὺ βασανισμένο,
πιστὸ σκυλὶ - τὰ μεσημέρια κάθεται δίπλα στὸ χωματένιον ὕπνο σου μυρίζοντας τὶς πικροδάφνες
τὰ βράδια κουλουριάζεται στὰ πόδια σου κοιτάζοντας ἕνα ἄστρο.

Εἶναι μία σιγαλιὰ ἀπὸ ἀχλάδια ποὺ μεγαλώνουνε στὰ σκέλια τοῦ καλοκαιριοῦ
μία νύστα ἀπὸ νερὸ ποὺ χαζεύει στὶς ρίζες τῆς χαρουπιᾶς -
ἡ ἄνοιξη ἔχει τρία ὀρφανὰ κοιμισμένα στὴν ποδιά της
ἕναν ἀϊτὸ μισοπεθαμένο στὰ μάτια της
καὶ κεῖ ψηλὰ πίσω ἀπὸ τὸ πευκόδασο
στεγνώνει τὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἅη-Γιαννιοῦ τοῦ Νηστευτῆ
σὰν ἄσπρη κουτσουλιὰ τοῦ σπουργιτιοῦ σ᾿ ἕνα πλατὺ φύλλο μουριᾶς ποὺ τὴν ξεραίνει ἡ κάψα.

Ἐτοῦτος ὁ τσοπάνος τυλιγμένος τὴν προβιά του
ἔχει σὲ κάθε τρίχα τοῦ κορμιοῦ ἕνα στεγνὸ ποτάμι
ἔχει ἕνα δάσος βελανιδιὲς σὲ κάθε τρῦπα τῆς φλογέρας του
καὶ τὸ ραβδί του ἔχει τοὺς ἴδιους ρόζους μὲ τὸ κουπὶ ποὺ πρωτοχτύπησε τὸ γαλάζιο του Ἑλλήσποντου.

Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Ἡ φλέβα τοῦ πλάτανου
ἔχει τὸ αἷμα σου. Καὶ τὸ σπερδοῦκλι τοῦ νησιοῦ κ᾿ ἡ κάπαρη.
Τὸ ἀμίλητο πηγάδι ἀνεβάζει στὸ καταμεσήμερο
μία στρογγυλὴ φωνὴ ἀπὸ μαῦρο γυαλὶ κι ἀπὸ ἄσπρο ἄνεμο
στρογγυλὴ σὰν τὰ παλιὰ πιθάρια - ἡ ἴδια πανάρχαιη φωνή.
Κάθε νύχτα τὸ φεγγάρι ἀναποδογυρίζει τοὺς σκοτωμένους
ψάχνει τὰ πρόσωπά τους μὲ παγωμένα δάχτυλα νὰ βρεῖ τὸ γιό του
ἀπ᾿ τὴν κοψιὰ τοῦ σαγονιοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τὶς τσέπες τους. Πάντα κάτι θὰ βρεῖ. Κάτι βρίσκουμε.
Ἕνα κλειδί, ἕνα γράμμα, ἕνα ρολόι σταματημένο στὶς ἑφτά. Κουρντίζουμε πάλι τὸ ρολόι. Περπατᾶνε οἱ ὧρες.

Ὅταν μεθαύριο λυώσουνε τὰ ροῦχα τους καὶ μείνουνε γυμνοὶ ἀνάμεσα στὰ στρατιωτικὰ κουμπιά τους
ἔτσι ποὺ μένουν τὰ κομμάτια τ᾿ οὐρανοῦ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ καλοκαιριάτικα ἄστρα
τότε μπορεῖ νὰ βροῦμε τ᾿ ὄνομά τους καὶ μπορεῖ νὰ τὸ φωνάξουμε: ἀγαπῶ.
Τότε. Μὰ πάλι αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ μακρινά.
Εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ κοντινά, σὰν ὅταν πιάνεις στὸ σκοτάδι ἕνα χέρι καὶ λὲς καλησπέρα
μὲ τὴν πικρὴ καλογνωμιὰ τοῦ ξενητεμένου ὅταν γυρνάει στὸ πατρικό του
καὶ δὲν τὸν γνωρίζουνε μήτε οἱ δικοί του, γιατὶ αὐτὸς ἔχει γνωρίσει τὸ θάνατο
κ᾿ ἔχει γνωρίσει τὴ ζωὴ πρὶν ἀπ᾿ τὴ ζωὴ καὶ πάνου ἀπὸ τὸ θάνατο
καὶ τοὺς γνωρίζει. Δὲν πικραίνεται. Αὔριο, λέει. Κ᾿ εἶναι σίγουρος
πῶς ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρινὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν ἀδελφῶν.

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

OM - 2009 God Is Good (re-up)





Om (sometimes stylized as OM) is an American heavy metal band from San Francisco, California.Formed as a duo in 2003 by the rhythm section of the band Sleep, OM is currently a trio.

Om's earliest works incorporate musical structures similar to Tibetan and Byzantine chant, as heard on the debut album Variations on a Theme. The band's name itself derives from the Hindu[citation needed] concept of Om, which refers to the natural vibration of the universe. Every album from Pilgrimage onward features Eastern Orthodox iconography in the cover art.


Tracklist

01 Thebes
02 Meditation Is The Practice Of Death
03 Cremation Ghat I
04 Cremation Ghat II


download



          

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Moon Duo - Occult Architecture Vol. 2 (2017)





Artist Biography by Heather Phares


A project of Wooden ShjipsErik "Ripley" Johnson and Sanae Yamada, San Francisco's Moon Duo are a psychedelic Krautrock band with chilly electronic underpinnings and drones inspired by Spacemen 3Silver Apples, and Suicide. The group formed in 2009 and began issuing releases in short order, including the Love on the Sea12" on Sick Thirst, which they followed with the Killing TimeEP on Sacred Bones. Moon Duo made the jump to Woodsist for 2010's full-length Escape, which offered the most expansive and melodic take on their trippy sounds yet. After touring nearly incessantly following that release, Moon Duomoved their operation to the Souterrain Transmissions imprint in Berlin for Mazes later in the year, recording the set at home in San Francisco and mixing it in Germany. The album, released in the spring of 2011, followed widely acclaimed performances at SXSW; the band's sound on that record focused more on tightly written (and brightly produced) songs with fixed drum machine-made motorik rhythms. The set also got the remix treatment later in the year with participation from Psychic IllsPurling Hiss, and Sonic Boom, to name a few.

The band's next full-length, Circles, appeared in the fall of 2012 on Sacred Bones, and was accompanied by a remix album (Circles Remixed) the following year with the album's tracks reworked by artists like Eric Copeland and Umberto. The band's release of stopgap material continued in 2014 with the live album Live in Ravenna, which featured drummer John Jeffrey. After moving their home base to Portland and with Jeffrey on board, the trio began recording its next album in a self-described dark basement. Mixed again in Germany by Jonas Verwijnen, 2015's Shadow of the Sun was the group's densest, most psychedelic record to date. At the end of the year, the band embarked on a lengthy European tour, then returned again in 2016 for more dates. When back home in Portland, they began work on their next album, both at home and at the Type Foundry. Occult Architecture, Vol. 1 was released in early 2017, then Occult Architecture, Vol. 2followed soon after. The first volume was intended to represent yin and the second volume yang, in an effort to explore both light and darkness within their sound.

Tracklist:

01 - New Dawn
02 - Mirror's Edge
03 - Sevens
04 - Lost in Light
05 - Crystal World


download



          


Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Basilis Tsitsanis - Propolemika (Hxographseis 1936-1940)





Ο Βασίλης Τσιτσάνης (Τρίκαλα, 18 Ιανουαρίου 1915 - Λονδίνο, 18 Ιανουαρίου 1984) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνεςλαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα, του οποίου τραγούδια ακούγονται μέχρι και σήμερα. Ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.


Vassilis Tsitsanis (Greek: Βασίλης Τσιτσάνης 18 January 1915 – 18 January 1984) was a Greek songwriter and bouzouki player. He became one of the leading Greek composers of his time and is widely regarded as one of the founders of modern Rebetiko and Laikomusic. Tsitsanis wrote more than 500 songs and is still remembered as an extraordinary composer and bouzouki player.

download

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Μαρκος Βαμβακαρης - Συλλογη - Collection







Ο Μάρκος Βαμβακάρης (Άνω Σύρος, 10 Μαΐου 1905 - Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου 1972) υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός Έλληνας μουσικός του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Θεωρείται ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, καθώς έκανε γνωστό το είδος λόγω της μεγάλης επιτυχίας που είχαν τα δισκογραφημένα τραγούδια του. Καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών.

Márkos Vamvakáris (Greek: Μάρκος Βαμβακάρης; 10 May 1905 – 8 February 1972), was a rebetiko musician. He is universally referred to by rebetiko writers and fans simply by his first name, Márkos. The great significance of Vamvakaris for the rebetiko is also reflected by his nickname: the "patriarch of the rebetiko"




            


Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Pelander - Time (2016)




The name Pelander might not be instantly recognisable to most, but his voice most certainly is. Known to many as the vocalist of Swedish doom legends Witchcraft, Magnus Pelander has one of the most unabashedly striking voices out there right now. His debut solo effort Time is everything that Witchcraft is not, whilst still maintaining that solid vocal mastery
.


Tracklist

01. Umbrella
02. Family Song
03. The Irony of Man
04. True Colour
05. Precious Swan
06. Time
07. Rebecka


downlaod



        



Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

Ozzy Osbourne - Tribute To Randy Rhoads 1987, Remastered 1995





The album was released in memory of Rhoads, guitarist for Osbourne's band between 1979 and 1982 who died in a plane crash while on tour in Florida in 1982. The album also includes studio outtakes of Rhoads recording the classical-influenced acoustic guitar piece "Dee", which Rhoads wrote for his mother Delores and which was originally included on Osbourne's debut solo album Blizzard of Ozz.

The majority of the album from "I Don't Know" through to "Paranoid" was recorded live in Cleveland, Ohio on 11 May 1981, with the exception of an extended guitar solo in the song "Suicide Solution" which was recorded in Montreal on 28 July 1981, and inserted into the song.[citation needed] Osbourne stated upon the album's release in 1987 that the entire album had been recorded "somewhere in Canada", though he may have been confusing it with that Montreal recording from which the guitar solo was taken. "Goodbye to Romance" and "No Bone Movies" are taken from an early tour in support of the Blizzard of Ozz album, possibly from Southampton on 2 October 1980. These two tracks feature bassist Bob Daisley and drummer Lee Kerslake.

The album was originally to be released in 1982, but was shelved indefinitely upon Rhoads' death early that year. Instead, another live album, Speak of the Devil, was recorded and released later that same year, consisting entirely of Black Sabbath songs and featuring future Night Ranger guitarist Brad Gillis.

The recording of "Crazy Train" that appears on this album was also released as the album's only single on 10 February 1987, along with an accompanying music video. The album's cover photo was taken at a performance in Rosemont, Illinois on 24 January 1982, by photographer Paul Natkin.

The operatic music which opens Tribute, as well as all of Osbourne's live shows of that era, is "O Fortuna" from the Carmina Burana'scenic cantata' by Carl Orff. This introduction is omitted from the 1995 remaster ("I Don't Know" is shortened to 4:43). Ozzy's voice in this album is doubled tracked.




Track listing

All tracks written by Ozzy Osbourne, Randy Rhoads and Bob Daisley, except where indicated..

Side one
1. "I Don't Know" Blizzard of Ozz (1980) 5:40
2. "Crazy Train" Blizzard of Ozz 5:19
3. "Believer" Diary of a Madman (1981) 5:08
4. "Mr. Crowley" Blizzard of Ozz 5:37

Side two
5. "Flying High Again" Osbourne, Rhoads, Daisley, Lee Kerslake Diary of a Madman 4:17
6. "Revelation (Mother Earth)" Blizzard of Ozz 5:58
7. "Steal Away (The Night)" (with drum solo) Blizzard of Ozz 8:04

Side three
1. "Suicide Solution" (with guitar solo) Blizzard of Ozz 7:46
2. "Iron Man" Osbourne, Tony Iommi, Geezer Butler, Bill Ward Paranoid (1970) 2:50
3. "Children of the Grave" Osbourne, Iommi, Butler, Ward Master of Reality (1971) 5:57
4. "Paranoid" Osbourne, Iommi, Butler, Ward Paranoid 2:59

Side four
5. "Goodbye to Romance" Blizzard of Ozz 5:33
6. "No Bone Movies" Osbourne, Rhoads, Daisley, Kerslake Blizzard of Ozz 4:02
7. "Dee" (Randy Rhoads studio out-takes) Rhoads Blizzard of Ozz 4:22


download


Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

My Dying Bride -1995 - The Angel And The Dark River




My Dying Bride are an English doom metal band formed in Bradford, England in 1990. To date, My Dying Bride have released twelve full-length studio albums, three EPs, one demo, one box set, four compilation albums, one live album, and one live CD/DVD release.

Along with Anathema and Paradise Lost, My Dying Bride was a forerunner of the death doom metal and gothic metal genres during the early 1990s. They are considered part of the "Peaceville Three" as all three bands were signed to Peaceville Records at the time.


Track listing


"The Cry of Mankind" – 12:13
"From Darkest Skies" – 7:48
"Black Voyage" – 9:46
"A Sea to Suffer In" – 6:31
"Two Winters Only" – 9:01
"Your Shameful Heaven" – 6:59
"The Sexuality of Bereavement" – 8:04 *

on comments


                 

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Molly Hatchet- 1978 - Molly Hatchet





Molly Hatchet is an American Southern rock/hard rock band that formed in Jacksonville, Florida, in 1971. The band was founded by guitarist Dave Hlubek in 1971. The band is known for their hit song "Flirtin' with Disaster" from their second studio album, Flirtin' with Disaster, released on September 1, 1979
        


Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

CREEDENCE CLEARWATER REVIVAL-1969-Willy And The Poor Boys




Creedence Clearwater Revival, often informally abbreviated to Creedence or CCR, was an American rock band active in the late 1960s and early 1970s.

The band consisted of lead vocalist, lead guitarist, and primary songwriter John Fogerty, his brother rhythm guitarist Tom Fogerty, bassist Stu Cook and drummer Doug Clifford. Their musical style encompassed the roots rockswamp rock, and blues rock genres. Despite their San Francisco Bay Area origins, they played in a Southern rock style, with lyrics about bayous, catfish, the Mississippi River, and other popular elements of Southern United States iconography, as well as political and socially-conscious lyrics about topics including the Vietnam War. The band performed at 1969's famed Woodstock Festival.

After four years of chart-topping success, the group disbanded acrimoniously in late 1972. Tom Fogerty had officially left the previous year, and his brother John was at odds with the remaining members over matters of business and artistic control, all of which resulted in subsequent lawsuits between the former bandmates. Fogerty's ongoing disagreements with Saul Zaentz, owner of their label Fantasy Records, created further protracted court battles. As a result, John Fogerty refused to perform with the two other surviving former members at CCR's 1993 induction into the Rock and Roll Hall of Fame.

Creedence Clearwater Revival's music is still a staple of U.S. radio airplay; the band has sold 26 million albums in the United States alone. Rolling Stone ranked the band 82nd on its list of the 100 greatest artists of all time





download



          


Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Περί Μέθης - Κωστής Παπαγιώργης


Τα σημειώματα που ακολουθούν δεν έχουν άλλο θέμα. Με οδηγό την ημιμάθεια και την προπετή περιέργεια στήνουν ένα υποτυπώδη χάρτη της μέθης, με βάση ορισμένα γνωστά η  άγνωστα έργα της δυτικής φιλολογίας
  Στο άκουσμα του :"Θεέ μου τι έπαθε!" που ξεστομίζουν οι νηφάλιοι αντικρύζοντας τον μεθυσμένο, η απάντηση πρέπει να είναι σοφή: ηπιε. Σε αόριστο. Δεν έχει σημασία πόσο, τι, ούτε βέβαια που.Αν ένας πρόχειρος ορισμός του ζωντανού είναι ότι ζει και (ακόμα!) δεν πέθανε, του μεθυσμένου είναι ότι ήπιε και (ακόμα!) δεν κοιμήθηκε. Μεστή συστοιχία που κοιλοπονάει άπειρες διδακτικές μεταφορές.
  Άπαξ ο μεθυσμένος βουλιάξει στον ύπνο και κατόπιν κατορθώσει να επαναπατριστεί στην ζωή, όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν. Ήτοι:
  α)Το αρχικό ξάφνιασμα του ουρανίσκου, που με την πρώτη ρουφηξιά ανακαλύπτει μιαν ευεργετική πικρίλα μέσα στο θολάμι της γεύσης. Από ποτό σε ποτό η αίσθηση διαφέρει όπως διαφέρει -παραμένοντας η ίδια- η συνουσία από γυναίκα σε γυναίκα. Πάντως η πρώτη γουλιά παραμένει σημαδιακή. Εισάγει σε ένα νεο στοιχείο. Παρ' οτι ακόμα δεν τρέμει ούτε ανησυχεί, η πυξίδα της νηφαλιότητας αρχίζει να έχει μαύρες υποψίες.
  β)Η ευφορία που προκαλεί η ταχύτερη κυκλοφορία του αίματος μοιάζει  λίγο με τους δοκιμαστικούς ήχους που βγάζουν τα όργανα μιας ορχήστρας που ετοιμάζεται. Κάτι βαθύτερο αρχίζει να σαλεύει κι αφού η ευκαιρία υπάρχει, είναι σίγουρο πως θα "παίξει". Έστω κι αν η ευκαιρία έχει, καθώς λένε, τα μαλλιά στο κούτελο για να την αδράχουμε ευκολότερα, το ποτό δεν χρειάζεται την κώμη. Η μποτίλια ποτέ δεν το σκάει.
  γ)Με λυμένους κάβους το πλεούμενο αρχίζει να ξεμακρύνεται από την αποβάθρα. Βέβαια καθυστερεί ακόμα πολύ η στιγμή που την πληρώνουν τα άψυχα, αλλά οι πρώτες παρατιμονιές κάνουν την εμφάνισή τους. Παραδρομές της γλώσσας, των χεριών και των ματιών. Είναι οι αδόκιμες χειρονομίες κάποιου αυτοσχέδιου ηθοποιού, που ετοιμάζεται άγνωστο για τι.
  δ)Οι μέθυσοι είναι "κουφοί". Δεν ξέρουν την χαμηλοθόρυβη ατμόσφαιρα του ραφείου. Μιλούν πάντα δυνατά αδιαφορώντας για το θέμα. Όλες οι αφορμές για συζήτηση είναι ισάξιες. Θες δε θες, το ποτό σε μπολιάζει με το σύνδρομο του φαροφύλακα, που μετά από μεγάλη μόνωση ξεσπάει στον πρώτο τυχόντα.
  ε)Καθώς, όπως γράφει ο Γιουνκερ, οι μποτίλιες αδειάζουν και τα σταχτοδοχεία γεμίζουν, οι αυταπάτες πλευρίζουν αθόρυβα τον πότη. Εξαίφνης αρχίζει να είναι αυτό που θα ήθελε. Νιώθει δυνατός και ελκυστικός- ένδειξη ότι το κεντρικό νευρικό σύστημα έχει δεχτεί τα πρώτα πλήγματα.
  ζ)Κυριεύεται απο μια πληθωρική ικανότητα διάκρισης απίθανων αποχρώσεων- ειδικά εκεί οπού δεν υπάρχουν- λες και έχει προστεθεί ένας επιπλέον φλοιός στον εγκέφαλο του. Καυτοί ψίθυροι του καίνε τ' αυτιά. Η αλήθεια τον διάλεξε για απολογητή της. Πως να μην μιλήσει; Πως να μην αποφανθεί αφού,είναι πασίδηλο, διαθέτει το αλάθητο; Όπου κι αν βρίσκεται, θα γυρέψει τον ακροατή του.
  η)Σαν να συνέρχεται από χρόνια ασθένεια, νιώθει μια χαρμόσυνη αίσθηση ανθρώπου, που κάποια αόρατα χέρια τον ελευθέρωσαν, άγνωστο από πια δεσμά. Μοιάζει με βάρκα που πλέει σε κατηφορικά νερά. Τα πράγματα μπαίνουν μέσα του όπως σε έναν τεράστιο καθρέφτη και η μνήμη επιστρέφει πότε με βουητά, πότε με πνοές βεντάλιας, που την κινεί ένα τυφλό κορίτσι.
  θ)Τα πάντα υπόσχονται μια δαψίλεια. Ο ρακοσυλλέκτης του Μπωντλαιρ αρχίζει να κρυφοκοιτάζει την πορφύρα του Βοναπάρτη. Ακατάσχετη διάθεση για λεπτότητες και γενναιοδωρίες, ξένες στην κατάσταση του νηφάλιου. Η τσιγκουνιά έχει ελάχιστους πιστούς στο χωριό των μεθυσμένων. Ήρθε πιθανώς η στιγμή που, όπως έλεγε  ο Λόουρυ σφίγγουμε τα χέρια με γνωστούς και άγνωστους.
  ι)Η μεταμόρφωση καταγίνεται στις μνημειώδεις της χειρονομίες. Ξαναδίνει στον δειλό την τόλμη, στον χαμένο την  ελπίδα αφαιρεί από την λαλιά του τραυλού τις εγκοπές και κάνει τον αέρα αιωρούμενο χρυσάφι. Το παρόν έχει επιβληθεί κατά κράτος. Παρελθόν και μέλλον φιλοξενούνται πλουσιοπάροχα στο τώρα.

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

The Cosmic Jokers - The Cosmic Jokers (1974)





History

The Cosmic Jokers was never an ensemble, per se; its members did not play together as Cosmic Jokers, and in fact were not even asked to join the group. Their music was created from sessions put together by Rolf-Ulrich Kaiser and Gille Lettman in early 1973. He arranged for several acid parties to be held at the sound studio owned by Dieter Dierks, where musicians were offered drugs in exchange for recording tracks. Participants included Manuel Göttsching and Klaus Schulze of Ash Ra Tempel, Jurgen Dollase and Harald Grosskopfof Wallenstein, and Dierks. Prior to this, all of the musicians had been involved with Kaiser's Cosmic Couriers label.

Kaiser took the tapes from these sessions, edited and mixed them with Dierks, and released them on his label, Kosmische Musik, complete with the musicians' pictures on the LPsleeve, without asking for their permission. Göttsching did not find out about the record release until he heard it playing in a record store in Berlin and asked the counter help what was playing. Kaiser released five records under the name Cosmic Jokers in 1974, one of which was actually a label sampler and a second, Gilles Zeitschiff, consisted of Kaiser's then-girlfriend Gille Lettmann speaking over sounds taken from prior label releases. While none of the musicians were happy with the recordings, Schulze was so angry after the release of Gilles Zeitschiff that he sued Kaiser. In 1975, Kaiser was forced to discontinue and withdraw the recordings, and he fled the country over the affair, abandoning the record label over the threat of impending legal problems.



Track listing

No.TitleLength
1. "Galactic Joke" 22:38
2. "Cosmic Joy" 19:24


download

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Stratovarius - Infinite [2000]





Tracklist:

01 Stratovarius--Hunting high and low
02 Stratovarius--Millenium
03 Stratovarius--Mother Gaia
04 Stratovarius--Phoenix
05 Stratovarius--Glory of the world
06 Stratovarius--A million light years away
07 Stratovarius--Freedom
08 Stratovarius--Infinity
09 Stratovarius--Celestial dream


download


     




Mother Gaia [Tolkki]

Time waits for no-one, so they say.
It goes on forever.
The tears of pain I can see in your eyes. 
How can we change for the better?

Hate and greed's getting stronger day by day. 
Injustice rules the world, 
Killing the lungs of the Earth. 
How far are we prepared to go? 

I have seen the Light! 
It came into my life! 
There's no second chance
We should have learned by now. 
But it's not too late to change the course. 
There's so much more than this, oh Mother Gaia. 

Can you see, can you feel 
All the beauty that we have in this world?
There's so much to see, forever. 
Ignorance, arrogance 
Keep us from being ourselves so we just
Follow our leaders. WHY?!"

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Stratovarius - Destiny [1998]



Stratovarius is a Finnish power metal band that formed in 1984. Since their formation, they have released 16 studio albums, 4 DVD and 5 live albums. Along with German bands Helloween, Blind Guardian, and Gamma Ray, Stratovarius is considered one of the leading and most influential groups of the power metal genre. In its history, the band has gone through many chaotic lineup changes and since 1995 there are no founding members of the band that remain. Currently, the longest standing member is singer Timo Kotipelto, who joined in 1994.

Destiny is the seventh studio album by power metal band Stratovarius, released on 5 October 1998 through Noise Records. It reached No. 1 on the Finnish albums chart and remained on that chart for 17 weeks. "SOS" was released as a single, reaching No. 2 on the Finnish singles chart and remaining on that chart for eleven weeks


Tracklist:

01 Stratovarius--Destiny
02 Stratovarius--SOS
03 Stratovarius--No turning back
04 Stratovarius--4000 rainy nights
05 Stratovarius--Rebel
06 Stratovarius--Years go by
07 Stratovarius--Playing with fire
08 Stratovarius--Venus in the morning
09 Stratovarius--Anthem of the world
10 Stratovarius--Cold winter nights


download


       



These empty days are filling me with pain 
After I left it seems my life is only rain 
My heart is longing to the better times 
When everything was still so fine I wonder why it happens so fast 

You give your heart away knowing it might not last 
I'm still here waiting for the rain to fall
 And to see you once again 

4000 Rainy Nights 
4000 Nights I'd be with you 
4000 Rainy Nights with you 

I keep your memory in my heart
You give me hope when everything is so dark 
That thing nobody can take away
 Forever in me 

4000 Rainy...