This blog has reached the end of Thanks all friends for all the years we have traveled in the world of music together. Goodbye!!!

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Σκακιστική αργκό

Στην ανάρτηση http://skakistiko.blogspot.com/2010/02/don-juan.html αρκετοί σχολιογράφοι του ιστολογίου συνέθεσαν ένα σπουδαίο λεξικό σκακιστικής αργκό.

(από τον καλοπροαίρετο)
Γαλατία: η λευκοτετράγωνη μακρά διαγώνιος θ1-α8.
Καρβουνία: η μαυροτετράγωνη μακρά διαγώνιος α1-θ8.
Νούλα υποτεινούσης: σχηματισμός στον οποίο η πλευρά που έχει την κίνηση επιτυγχάνει την ισοπαλία δίδοντας επαναλαμβανόμενα σαχ με Βασίλισσα από δύο τετράγωνα που δεν βρίσκονται στην ίδια γραμμή ή στήλη, π.χ. ε1 και θ4, ζ1 και θ3 κλπ. Ο όρος παραπέμπει στην υποτείνουσα (μακρά πλευρά) του νοητού ορθογώνιου (και ισοσκελούς) τριγώνου που σχηματίζεται από τα τετράγωνα από τα οποία δίδονται τα σαχ και περικλείει τον αντίπαλο Βασιλιά.
Νούλα μηνίσκου: σχηματισμός στον οποίο η πλευρά που έχει την κίνηση επιτυγχάνει την ισοπαλία δίδοντας επαναλαμβανόμενα σαχ με Ίππο από δύο τετράγωνα, συχνά ζ2 (ζ7) και θ3 (θ6). Ο όρος παραπέμπει στην, ομοιάζουσα με μηνίσκο, δηλαδή δύο τόξα κύκλων με διαφορετική διάμετρο που τέμνονται σε δύο σημεία, κίνηση του Ίππου.
Πέφτω σε λήθαργο, ή πέφτω σε χειμερία νάρκη, ή πέφτω σε νεκροφάνεια: σκέφτομαι υπερβολικά πολύ την επόμενη κίνησή μου, συχνά σε θέση που δεν το απαιτεί.
Κάνω μεγάλο ροκέ: (συνήθως σε ατομικό ελβετικό) υφίσταμαι τρεις συνεχόμενες ήττες.
Στησιματίας, ή στήτης, ή κρεμάστρα, ή κρεμαγιέρα: παίκτης με ροπή στο στήσιμο, άλλως κρέμασμα. Μεγεθυντικό: κρεμαγιέρα γαλβανιζέ.
Καταλανικά Πεδία: κενός χώρος που προκύπτει από τη ριψοκίνδυνη προώθηση πιονιών και που είναι επιρρεπής σε διείσδυση αντιπάλων κομματιών.
Σπέις ινβέιντερς: δεμένα ελεύθερα κεντρικά πιόνια που προχωρούν ακάθεκτα. (προέλευση: αναφορά στο ηλεκτρονικό παιχνίδι της δεκαετίας του ’70.)

(από τον Ελισσαίο):
Μου θυσίασε τα ράφια: όταν κάποιος παίκτης μέτριας δυναμικότητας που αρέσκεται στο επιθετικό παιχνίδι κάνει αλόγιστη χρήση του τακτικού μοτίβου της θυσίας. Συνήθως το αποτέλεσμα είναι σε βάρος του. Αρκεί όμως και μια επιτυχημένη έκβαση ανά 20 παρτίδες για να του αναπτερώσει το ηθικό και να ξαναπροσπαθήσει. Η έκφραση είναι εμφατική. Αν παρομοιάσεις μια θυσία με το πέταγμα ενός ξύλινου πεσσού πάνω στον αντίπαλο, όταν τα ξύλα της σκακιέρας τελειώνουν, τότε επιστρατεύεις τα ξύλα μιας κοντινής βιβλιοθήκης όπου σκονίζονται τα σκακιστικά άπαντα.
Κωπηλασία (κωπηλάτης-κωπηλατώ-τραβάω κουπί): η κοπιαστική προσπάθεια (συνήθως ανεπιτυχής να παρατείνεις τον βασανιστικό στραγγαλισμό σου από τον αντίπαλο με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα κουραστεί κι αυτός, θα ξεχαστεί, θα θυμηθεί το φαγητό στο φούρνο και θα φύγεις με το 1/2 στο παρτιδόφυλλο.
Βαστάω (ουσ.: βάστουλας): δηλώνει την αντοχή του σκακιστή στα χτυπήματα του αντιπάλου του. Έχεις καταλάβει ένα ύψωμα, έχεις σκάψει κάποια ορύγματα και ελπίζεις ότι θα βιώσεις τη μάχη του Στάλιγκραντ από πλευράς Σοβιετικών και όχι τη γραμμή Μαζινό από πλευράς Γάλλων.

(από τον Παναγιώτη Κονιδάρη)
Διάγραμμα: υποδηλώνει την όμορφη συνδυαστική νίκη κάποιου, ο οποίος δε θα παραλείψει να δείξει την επίμαχη θέση με καμάρι στο σύλλογο του, ρωτώντας «τι θα έπαιζες εδώ;», όπως δηλαδή γίνεται και με τα δημοσιευμένα στον περιοδικό τύπο διαγράμματα.
Σφυριχτράκιας: παραλλαγή του «Σφυρίχτρα». Είναι ένας τύπος που με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη και με ύφος χιλίων καρδιναλίων περιφέρεται φαινομενικά άσκοπα ανάμεσα στα τραπέζια. Στην πραγματικότητα έχει σκοπό να ψιθυρίσει σε πρώτη ευκαιρία κινήσεις στους φίλα προσκείμενους σκακιστές, νομίζοντας ότι κάθε φορά οι κινήσεις αυτές είναι νικηφόρες, ακόμα κι αν στήνουν στην κίνηση. Η βασική του διαφορά με τον «Σφυρίχτρα» είναι ότι ο «Σφυριχτράκιας», μετά την σοφή του υπόδειξη, απομακρύνεται εξίσου σοφά, γοργά και με ύφος άμωμης παρθένου από το σώμα του εγκλήματος. Γιατί άλλο να σφυρίζεις κινήσεις κι άλλο να σε πιστεύουν.
Νουλαδόρος: κατά το μπαλαδόρος. Ο σκακιστής που έχει την ικανότητα να κρατάει άκοπα την ισορροπία στη σκακιέρα και να συμφωνεί νούλα σε κάθε ευκαιρία. Άλλοτε αυτό οφείλεται στο ήρεμο στρατηγικό του στυλ, κι άλλοτε στο ότι βαριέται θανάσιμα να πολυσκεφτεί. Στα τουρνουά σπάνια πέφτει κάτω από το 50% και σπανιότερα ανεβαίνει πάνω απ’ αυτό.
Μπλιτζαδόρος: είναι ο χαρακτηριστικός τύπος που δε λείπει από κανέναν σύλλογο και που δεν χάνει ευκαιρία να σου προτείνει ένα μπλιτζάκι στα γρήγορα, άσχετα με το αν είναι 7 το πρωί και το μάτι σου δεν έχει ανοίξει ακόμα ή 2 το βράδυ και λαγοκοιμάσαι κάπου ανάμεσα στο η1 και το θ1, αδιαφορώντας για το αν παίζεις ή είσαι σε πίεση χρόνου εκείνη την ώρα, αδιαφορώντας ακόμα και για το αν μιλάς με την γκόμενα στο τηλέφωνο ή λείπεις σε διακοπές στην Παταγονία. Η μάστιγα αυτή αντιμετωπίζεται από τους άλλους σκακιστές όπως και το ομοιοκατάληκτο αντίστοιχο του μπριτζ: σαν πρεφαδόρος.
Ακρόπολις (ο): κατά το Δικαιόπολις. Είναι ο σκακιστής που καταφέρνει πάντα να βγαίνει χωνί του Μπετόβεν, αλλά κατά παράδοξο τρόπο να ξεγλιστράει και να την σκαπουλάρει με κάτι απίστευτες νούλες. Προκύπτει από το πασίγνωστο ρητό (έπεσε από την Ακρόπολη και στάθηκε όρθιος). Αν μάλιστα τύχει και ο αντίπαλος βιαστεί τότε ο Ακρόπολις ασμένως και ενδόξως φέρνει τούμπα τη σκακιέρα επιβεβαιώνοντας πλήρως τον τίτλο του (όχι μόνο στάθηκε όρθιος αλλά βρήκε και πορτοφόλι).
Γκάστρωμα: όταν ο συμπαθής αντίπαλος πασχίζει να κρατήσει μια εντελώς χαμένη θέση με κάθε τρόπο, συνεχίζοντας επί μακρών την απέλπιδα άμυνα με τα τρία εναπομείναντα απομονωμένα του πιόνια κι ενώ εσύ έχεις εντωμεταξύ ακυρώσει 4 φορές το ραντεβού σου. Η λέξη προφανώς προέρχεται από τη δυσφορία των τελευταίων μηνών της κύησης και η ευχή «καλή λευτεριά» ταιριάζει και στις δύο περιπτώσεις.
Ξυλίκι Attack: τον όρο τον άκουσα για πρώτη φορά από τον Αντρέα (ένας είναι ο Αντρέας!) τον καιρό που έκανα το αγροτικό μου στα «Δρώμενα». Πρόκειται για το άνοιγμα 1. η4! που στοχεύει στο ματ νωρίτερα από την 20ή κίνηση. Το ποιος θα γίνει ματ, αδιάφορο.
Ξυλίκι Defense: η θεωρία, ως γνωστόν, εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς. Έτσι, ως απάντηση στο ξυλίκι attack, προέκυψε μετά από επιστάμενη ανάλυση το ξυλίκι defense που χαρακτηρίζεται από το αντιχτύπημα 1. η4! θ5! –άπειρο. Τι να την κάνει την πείρα;
Πλαστικίκι: εκτός από τη θεωρία εξελίσσονται και οι εποχές. Το ξύλο γίνεται ντεμοντέ. Έτσι, πρότεινα τότε ως πιο σύγχρονο άνοιγμα το «πλαστικίκι», που έχει πιο στέρεο στρατηγικό υπόβαθρο. Πρώτα παίζεις 1. ζ3 και μετά 2. η4. Το 2. Ρζ2 είναι μια ενδιαφέρουσα βαριάντα, αλλά θέλει ακόμα ανάλυση.
Γινάτ (το): η λέξη επιστρέφει στην τουρκική της ρίζα, αφού κάνει ρίμα με το ματ. Την άκουσα στο «Πειραϊκόν» όταν παίκτης τις που είχε χάσει πέντε στη σειρά (ποιόν κέρδισε η Χαβάη 5-0; Ε, αυτός!) επέμενε να εξαπολύει χειμαρρώδεις επιθέσεις αφήνοντας πίσω του τα Καταλα(υ)νικά Πεδία που λέει και ο Καλοπρό. Φυσούσε και ξεφυσούσε και τα έσπρωχνε με εκδικητικό μένος και με γινάτι, για να πληρωθεί από τον ψύχραιμο αντίπαλο με την ατάκα «το γινάτ’ βγάζει ματ!» καθώς και με ένα ματ σε τρεις.
Οφθάλμ (το): έτσι έλεγε ο φίλος μου ο Αριστείδης το ματ, στα τρυφερά φοιτητικά μας χρόνια, όταν ξεμέναμε από φράγκα και τη βγάζαμε με σκάκι, στριφτά τσιγάρα, κόμιξ και φτηνή ρετσίνα. Αν μας έφταναν όμως τα ψιλά για βενζίνη, καβαλάγαμε τον «μπόμπο» και κατεβαίναμε στη Ζέα για…ματόλουτρο.
Κουζινικά σκεύη: αυτή είναι μια ακόμα συμβολή μου στην αργκό των 64. Το είχα γράψει σε μια ανάλυση παρτίδας σε παλιό περιοδικό, κάπως έτσι: «Και ο ίππος πάει στο τάδε τετράγωνο, οπότε ακολουθούν πιρούνια και λοιπά κουζινικά σκεύη».
Κούνημα: λέμε «αυτός κάτι κουνάει» και αναφερόμαστε στο ότι παίζει σκάκι συμπαθητικά. Εκτός κι αν μιλάμε για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις.
Βάλε, βάλε, βάλε: φράση του post mortem, όταν προκαλείς κάποιον να σου προτείνει κίνηση. «Για βάλε να δούμε…». Αμέσως μετά μαζεύονται όλοι από πάνω, βάζουν κινήσεις, βάζουν τις χερούκλες τους, βάζει ό,τι έχει ο καθένας τελοσπάντων και δε μαθαίνεις ποτέ γιατί έχασες.
Σαχίδιον (το): copyright του αείμνηστου Θρασυβουλίδη, που είχα την τύχη να τον έχω στον Κρυστάλλη συμπαίκτη και ο Κρυστάλλης την ατυχία να τον έχει παίκτη. «Όπως και να το κάνεις, είναι πιο ευγενικό από ένα απλό σαχ, ρε μαζέττα» μου έλεγε. «Άσε που κάνει και ενδιαφέρουσες ρίμες» συμπλήρωνε με νόημα.
Περπεταλούδα: το διαρκές σαχ. Προέρχεται μάλλον από το γαλλικό «εσέκ περπετουέλ». Έχουμε και μια άλφα κουλτούρα.
Καραμαζέτας: ο πραγματικά αδιόρθωτος μαζέτας. Λογοτεχνική εκδοχή, το Καραμαζετώφ.
Μαζετοφωλιά: σύλλογος με αθρόα παραγωγή ή με συνωστισμό μαζετών. Σαν τον δικό μου ας πούμε.
Κοπάνημα: η περιφανής νίκη ή αντίστοιχα η ταπεινωτική ήττα: «Αυτόν τον έχω κοπανήσει τρεις φορές. Στην ανάλυση».
Ζαρίκιο: άλλη μια δικιά μου εφεύρεση (αν σφάλλω ας με διορθώσει κάποιος, απλά δεν το έχω ακούσει πρωτύτερα). Είναι η εκδοχή του παιχνιδιού με ζάρια. Συνεκδοχικά το σκάκι χωρίς σχέδιο, όπου κάθε κίνηση είναι ζαριά. Δεν είναι επομένως τυχαίο που είναι δικής μου εφεύρεσης.
Στησία: θυσία με αμφίβολο αποτέλεσμα που στη νεκροψία αποδεικνύεται καραπατάτα.
Άλφα-Άλφα: έτσι μου έλεγε συχνά ο Δεληκανάκης. "Σήμερα έκανα φοβερή νίκη! Άλφα-άλφα!" -"Σοβαρά; Για δείξε" -"Τί να δείξω ρε; Άνευ Αγώνα κέρδισα".
Αν Πιασάν: το άκουσα κι αυτό στο καφενείο όταν ο κύριος άφησε έναν ίππο απροστάτευτο και ο άλλος του τον βούτηξε εν ριπή οφθαλμού. "Ωχ! Τί ήταν αυτό;" έσκουξε ο πρώτος. "Αν Πιασάν!" εξήγησε ο άλλος με χαμόγελο.
Δρακουλιάρης: ο ειδήμων στο άνοιγμα του Δράκου.
Βίδωμα: όταν ο παίκτης δεν αρκείται στην τοποθέτηση του κομματιού στο τετράγωνο αλλά το στρίβει και το πιέζει επίμονα πάνω σ' αυτό λες και υπάρχει από κάτω μια σχετική οπή στην οποία πρέπει να χωρέσει η βάση του. Όλο το σκηνικό, για να γίνει εμφατικότερη η κρίσιμη κίνηση ή έστω να καταρρακωθεί το ηθικό του αντιπάλου.
Ελβετικό γκαμπί: Όταν κάποιος χάνει ή κάνει ισοπαλία στον πρώτο γύρο του τουρνουά με αποτέλεσμα να έχει καλύτερες κληρώσεις στη συνέχεια. Δεν είναι κακή ιδέα. Το κακό είναι που το ελβετικό γκαμπί μου συμβαίνει σχεδόν πάντα στον τελευταίο γύρο.
Χωνί του αιώνα: σαν του Μπετόβεν, αλλά πιο μεγάλο.
Νεκροψία: αυτό που ακολουθεί την παρτίδα, η ανάλυση δηλαδή όπου οι παίκτες προσπαθούν να δουν εν ηρεμία μπας κι έχουν παίξει και καμια καλή κίνηση ανάμεσα στις πατάτες. Ο νικητής τότε προσπαθεί να δείχνει κιμπάρης και μεγαλόψυχος, ενώ ο ηττημένος προσπαθεί να βρει με ποιον τρόπο κέρδιζε. Το λήμμα προέρχεται μάλλον από τον θάνατο της αντικειμενικότητας.
Πελάτης: η Ε.Π.Μελισσίων, ο Γαλανόπουλος και ο Πρεβενιός. Ο όρος δηλώνει αντίπαλο παίκτη ή ομάδα με την οποία η Κάισσα θέλησε να έχουμε σερί νικών ή έστω ευρύ θετικό σκορ. Ελπίζω οι προαναφερθέντες να μην τσαντιστούν, πλάκα κάνω. Εξάλλου ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.
Ζουλάρω: παίζω ζούλα. Ζούλα όλοι ξέρουν τι είναι αλλά ας επιχειρήσω έναν ορισμό. Είναι λοιπόν μια κίνηση γεμάτη πονηριά και δόλο που στήνει μια φτηνή παγίδα στον αντίπαλο. Αν αυτός δεν προσέξει, τσαφ! του’ ρχεται η κεραμίδα κατακέφαλα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο συνίσταται η ζούλα να συνοδεύεται από απλανές βλέμμα, αδιάφορο σφύριγμα, ανάλυση των καιρικών συνθηκών και λοξές ματιές προς την αντίθετη πλευρά της σκακιέρας απ’ αυτή που παίχτηκε.
Σουρωτήρι: θέση στη σκακιέρα που έχει πιο πολλές τρύπες κι από ελβετικό τυρί. Μερικές φορές μυρίζει και σαν τέτοιο.
Μπουρί της σόμπας: όργανο αναρρόφησης Έλο. Εικονοπλαστικός ο όρος, θυμίζει το ρούφηγμα πορτοκαλάδας με καλαμάκι, απλά δίνει μια μικρή έμφαση στην διατομή, άρα και στην ποσότητα μετάγγισης του Έλο.
Ελούχος: κατά το εκατομμυριούχος. Ο κάτοχος Έλο, άρα όλοι πρακτικά οι παίκτες πλην του Καλοπροαίρετου. Συναντάται πιο συχνά στα σύνθετα: υψηλοελούχος/χαμηλοελούχος.
«Αυτή η ομάδα όλο χαμηλοελούχους έχει, γι’ αυτό είναι χαμηλοβλεπούσα».
Θέλο (το): το είχα γράψει κάποτε καυτηριάζοντας την ενοχλητική τάση του Έλο μου να αδρανεί για δεκαετίες: «Δεν είναι Έλο το δικό μου, είναι Θέλο (κι άλλο)». Τώρα πια μπορώ να το κατοχυρώσω.
Ξυράφια: το ζεύγος των αξιωματικών που όταν συντονιστεί «ξυρίζει» πέρα για πέρα τη σκακιέρα. Το δύσκολο είναι βέβαια να μείνεις με το ζεύγος και το ακόμα πιο δύσκολο να το συντονίσεις. Επίσης θυμίζω ότι μόνο στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό. Στον άχαρο ρόλο του γαμπρού ο ρουά αντίθετου χρώματος.
Μασούρι: η συσσώρευση υλικού σε μια στήλη ή σε μια πλευρά τις σκακιέρας. Παραπέμπει στη γνωστή έννοια της μακρόσυρτης αλληλουχίας και μπορεί να έχει αρνητική («μασούρι τα ‘κανες τα πιόνια στη γάμα») ή θετική χροιά («Πώς ν’ αμυνθεί; Έχω ένα μασούρι κομμάτια στην πτέρυγα»).
Φου-Μαν-Τσου: ο Αξιωματικός, αλλά όχι όποιος- όποιος. Μιλάμε για κείνον τον διαβολικό Φου που καραδοκεί σ’ ένα απομακρυσμένο τετράγωνο της διαγωνίου και μηχανορραφεί για να κάνει τη ζημιά ή που ελλοχεύει πίσω από μια θανάσιμη μπαταρία. Και ο φου θέλει το Γερμανό του, κι ας είναι και Κινέζος.
Βίτσια (η): η βίτσια κάνει λογοπαίγνιο με τη ρωσική λέξη «νίτσια», που σημαίνει νούλα, τουλάχιστον μέχρι να με διορθώσει ο Καλοπρό. Δηλώνει την ανούσια επιμονή που δεν καταλήγει πουθενά. «Τι έκαναν αυτοί;» -«Βίτσια» -«Εννοείς νίτσια;» -«Νίτσια είναι όταν κάνεις νούλα σε μισή ώρα. Όταν παίζεις 150 κινήσεις μπρος πίσω, είναι βίτσια».

(από τον Κώστα Μουτούση)
Είναι δουλειά μου: πολυσήμαντη φράση που πρωτοακούστηκε στον κύκλο των Ελλήνων GM στις αρχές τις δεκαετίας του '90. Δηλωτική του ότι είμαι ειδικός, σπεσιαλίστας σε ένα άνοιγμα ή σε ένα τύπο θέσεων.
Δροσερή μινιατουρίτσα («τον δρόσισα»): παρτίδα που παίζεται στα καλοκαιρινά τουρνουά και κραταάει το πολύ 25 κινήσεις.

(από τον Δημήτρη Σκυριανόγλου)
Καραμπίνα: το στυλ παιχνιδιού όπου ο ένας από τους δυο παίχτες επιδιώκει τις συνεχείς αλλαγές με την ελπίδα να φτάσει σε ξερό ισόπαλο φινάλε ή γενικώς σε μια ξερή ισόπαλη θέση. Αν οι αλλαγές έχουν στόχο ένα κερδισμένο φινάλε τότε χρησιμοποιείται η πιο κυριλέ έκφραση: «Απλοποίηση σε κερδισμένο φινάλε».
Πρήξιμο: όταν ένας εκ των δύο αντιπάλων εκ του ασφαλούς (δηλ. από θέση που δεν κινδυνεύει να χάσει, συνήθως στο φινάλε), «πρήζει» τον αντίπαλό του με μανούβρες, φαινομενικά αδιάφορες, επαναλήψεις της θέσης, αναδιατάξεις κτλ με στόχο να τον κουράσει ή να τον «χαλαρώσει» ώστε να κάνει κάποιο λάθος.
Έρχεται ο Τζίγγερ! : έκφραση που άκουσα από το Γιάννη Νικολαΐδη και χρησιμοποιείται όταν επίκειται κάποια μανούβρα κομματιού ή κάποια διάσπαση αποφασιστικού χαρακτήρα.

(από τον trilizas)
Ρομπέν των Έλο: ο παίκτης που κοπανά ισχυρούς παίκτες και χάνει από θεωρητικά πιο αδύνατους. Άρα μεταβιβάζει το έλο από τους ισχυρούς στους αδύνατους.
Περιπλοκάδα: κίνηση που περιπλέκει τη ροή του παιχνιδιού.
Ξύλο (ή έπιπλο): συνήθως αναφέρεται σε φου περιορισμένης κινητικότητας λόγω πολλών ομόχρωμων μπλοκαρισμένων πιονιών της ίδιας παράταξης.

(από τον Νίκο Καλέση)
Ξύρισμα - Κούρεμα: Καθαρίζω τη θέση χωρίς περιπλοκές (συνήθως κυκλοφορούν 2 αξιωματικοί στη σκακιέρα).
Χειραψία: ο αντίπαλος εγκατέλειψε.
Eγκατελελές ή Εγκαταλήψογλου: παίκτης με χαμηλό έλο που εγκαταλείπει όταν έχει πιόνι λιγότερο.
Έρχεται ο Γκιώνης: επίσκεψη του τελευταίου κομματιού στην επίθεση που τελειώνει τη θέση.
Τον είδατε τον Παναγή; Απέλπιδα προσπάθεια να βρεθεί αντιπαιχνίδι σε χαμένη θέση.
Αυτιά (τα): Παίχθηκε α3 και θ3.
Εσύ θα κυβερνήσεις την Ελλάδα κάποτε: θαυμασμός υψίστου είδους σε μαζέτα που νομίζει ότι έπαιξε τρομερή κίνηση.

(από τον Gypaetos)
Μου σηκώθηκε ή του έχει σηκωθεί (πεπαλαιωμένη φράση, χρησιμοποιούνταν συχνότερα στα μπλιτς): Για τον αδαή, μη σκακιστή, η φράση παραπέμπει σε εξωαγωνιστική, μη πνευματική δραστηριότητα άρρενος σκακιστή, όμως πρόκειται για αναφορά στα παλιά σκακιστικά ρολόγια και στην πίεση χρόνου (είναι η «σημαία» εκείνη που στην πραγματικότητα σηκωνόταν). Παράδειγμα: μου έστησε εν ψυχρώ διαφορά, αλλά με τις σηκωμάρες που είχα δεν έβλεπα την τύφλα μου!

(από Ανώνυμο)
Αεριζόμενος βασιλιάς: βασιλιάς του οποίου η προστατευτική πιονοδομή «μπάζει» αισθητά, πχ φιανκέτο από το οποίο απουσιάζει ο φου.
Αιμοδότης: παίχτης με υψηλό έλο, συνήθως μεγάλης ηλικίας, ο οποίος λόγω αγωνιστικής κάμψης μοιράζει πλέον απλόχερα μονάδες έλο στις νέες γενιές.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου